*Tο παρακάτω κείμενο έγραψε ο συνεργάτης μας και φωτογράφος Πάνος Γεωργίου, ο οποίος ταξίδεψε μαζί μας στη Βραζιλία, με σκοπό να ανακαλύψουμε φωτογραφικά όλους εκείνους τους Μοναδικούς Ανθρώπους που φροντίζουν τον καφέ μας.
Να εξηγήσω λίγο τον παραπάνω τίτλο.. γεννήθηκα σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Ελλάδας κάποια χρόνια πριν. Τότε, οι άνθρωποι της επαρχίας δούλευαν την γη με τα χέρια τους. Για εκείνους, το διάλειμμα για τον καφέ ήταν αναγκαίο όχι μόνο για να ξεκουραστείς και να μαζέψεις δυνάμεις, αλλά και να απολαύσεις ότι κατάφερες με τα χέρια σου. Κάπου εκεί σε αυτές τις στιγμές χαλάρωσης και απόλαυσης, ξεκίνησε η σχέση μου με τον καφέ. Ζητούσα επίμονα από τον πατέρα μου, να του φτιάξω εγώ τον καφέ του, με το μπρίκι και το γκάζι.. όπου και εάν βρισκόμασταν. Το μόνο που ήθελα ήταν να πάρω το άρωμα του την στιγμή που άνοιγα το γυάλινο βαζάκι. Ακόμα ήμουν μικρός για να πιω καφέ, αλλά ο χρόνος πέρασε γρήγορα.. η αγροτική ζωή σε μεγαλώνει νωρίτερα και έτσι έφτασε η στιγμή που άρχισα και εγώ να πίνω τον καφέ μου. Ο έρωτας υπήρξε κεραυνοβόλος. Από τότε και μέχρι σήμερα το πάθος και η αναμονή για καφέ δεν πέρασε ποτέ.
Ξεκινώντας το μακρύ ταξίδι από την Αθήνα για την Βραζιλία και έπειτα από σχεδόν δύο μέρες πτήσεων και οδήγησης, έφτασα τελικά σε κάποιες από τις φάρμες καφέ της Coffee Island, στο Τζακαρεζίνιο. Ένα κύμα από εικόνες και αναμνήσεις γέμισε την καρδία και το μυαλό μου. Ένα υπέροχο άρωμα καφέ ήταν απλωμένο πάνω από την φάρμα. Όλα θύμιζαν κάτι και όλα ήταν καινούργια. Τα μάτια μου αντίκριζαν καταπράσινες πεδιάδες και διάσπαρτα κομμάτια τροπικής βλάστησης. Τα Τουκάν και οποιοδήποτε σπάνιο πτηνό βάλει ο ανθρώπινος νους, έδιναν το ρυθμό και οι εργάτες της φάρμας του Λουίζ δούλευαν όπως και εμείς κάποτε, δηλαδή την γη με τα χέρια τους και την καρδία τους.
Επιτέλους έβλεπα από κοντά αυτά τα μικρά πανέμορφα καφεόδεντρα, τα οποία είναι υπεύθυνα για όλες αυτές τις φορές που μου πρόσφεραν λίγη ακόμα ενέργεια όταν ένιωθα να ξεμένω. Μικρά με γυαλιστερά φύλλα που λαμπυρίζουν και με τα κατά-κόκκινα κεράσια τους, έτοιμα, περιμένουν τα χέρια που θα τα μαζέψουν.
Οι μέρες κύλησαν όμορφα και γρήγορα. Γεμάτες από καφέ και όμορφες εικόνες. Ξέχασα να αναφέρω στην αρχή πως ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα ήταν ο Λουίζ-ιδιοκτήτης της φάρμας και ένας χαρισματικός τύπος, ο οποίος έχει έναν μοναδικό τρόπο να λέει ιστορίες για τον καφέ. Τρομερή εντύπωση μου έκανε πως η φάρμα δούλευε σαν κάλο-κουρδισμένη μηχανή. Οι άνθρωποι που εργάζονται στις φάρμες ήταν χαμογελαστοί ενώ σε χαιρετούσαν όπου και να τους συναντούσες. Στο σημείο που απολαμβάναμε όλοι μαζί τον καφέ μας στα διαλείμματα που κάναμε δέσποζε μία όμορφη κατακίτρινη εκκλησία.
Μία από τις μέρες της παραμονής μου στην φάρμα, σκεφτόμουνα πως τα χέρια των εργατών είναι αυτά απ’ όπου ξεκινάει το υπέροχο ταξίδι του καφέ.. Και έτσι, γεμάτοι από εικόνες καφέ και φιλοξενία στην άκρως κινηματογραφική φάρμα του Λουίζ ήρθε η ώρα να αναχωρήσουμε για το Σάο Πάολο.
Ενδιάμεσος σταθμός πριν την επόμενη στάση μας το Εσπιριτο Σάντος. Μερικές ακόμα πτήσεις και μετά μια μαγική διαδρομή από την πόλη της Βικτόρια σε οδηγούσε στα βουνά του Εσπίριτο Σάντος. Η ταξιδιάρικη συνέχεια την επόμενη εβδομάδα..
Πάνος